Translation meaning & definition of the word "inefficient" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανεπαρκής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Inefficient
[Ανεπαρκής]/ɪnɪfɪʃənt/
adjective
1. Not producing desired results
- Wasteful
- "An inefficient campaign against drugs"
- "Outdated and inefficient design and methods"
- synonym:
- inefficient
1. Δεν παράγει επιθυμητά αποτελέσματα
- Σπάταλος
- "Μια αναποτελεσματική εκστρατεία κατά των ναρκωτικών"
- "Εκτεταμένος και αναποτελεσματικός σχεδιασμός και μέθοδοι"
- συνώνυμο:
- αναποτελεσματικός
2. Lacking the ability or skill to perform effectively
- Inadequate
- "An ineffective administration"
- "Inefficient workers"
- synonym:
- ineffective ,
- inefficient
2. Ελλείψει της ικανότητας ή της ικανότητας να εκτελέσει αποτελεσματικά
- Ανεπαρκής
- "Αναποτελεσματική διοίκηση"
- "Αποδοτικοί εργαζόμενοι"
- συνώνυμο:
- αναποτελεσματικόσ ,
- αναποτελεσματικός
Examples of using
This is highly inefficient.
Αυτό είναι εξαιρετικά αναποτελεσματικό.