Translation meaning & definition of the word "inefficiency" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αποδοτικότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Inefficiency
[Αναποτελεσματικότητα]/ɪnɪfɪʃənsi/
noun
1. Unskillfulness resulting from a lack of efficiency
- synonym:
- inefficiency
1. Ανεπάρκεια που προκύπτει από έλλειψη αποτελεσματικότητας
- συνώνυμο:
- αναποτελεσματικότητα