Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "ineffectual" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αποτελεσματικό" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Ineffectual

[Αναποτελεσματική]
/ɪnəfɛkʧuəl/

adjective

1. Not producing an intended effect

  • "An ineffective teacher"
  • "Ineffective legislation"
    synonym:
  • ineffective
  • ,
  • uneffective
  • ,
  • ineffectual

1. Δεν παράγει προβλεπόμενο αποτέλεσμα

  • "Αναποτελεσματικός δάσκαλος"
  • "Αποτελεσματική νομοθεσία"
    συνώνυμο:
  • αναποτελεσματικόσ
  • ,
  • αντιφατικό

2. Producing no result or effect

  • "A futile effort"
  • "The therapy was ineffectual"
  • "An otiose undertaking"
  • "An unavailing attempt"
    synonym:
  • futile
  • ,
  • ineffectual
  • ,
  • otiose
  • ,
  • unavailing

2. Δεν παράγει κανένα αποτέλεσμα ή αποτέλεσμα

  • "Μια μάταιη προσπάθεια"
  • "Η θεραπεία ήταν αναποτελεσματική"
  • "Μια επιχείρηση εκτός δρόμου"
  • "Μια απόπειρα αποτυχίας"
    συνώνυμο:
  • μάταιος
  • ,
  • αναποτελεσματικόσ
  • ,
  • οστεόζη
  • ,
  • απερίσκεπτοσ

3. Lacking in power or forcefulness

  • "An ineffectual ruler"
  • "Like an unable phoenix in hot ashes"
    synonym:
  • ineffective
  • ,
  • ineffectual
  • ,
  • unable

3. Ελλείψει δύναμης ή δύναμης

  • "Ένας αναποτελεσματικός κυβερνήτης"
  • "Σαν ένας ανίκανος φοίνικας σε καυτές στάχτες"
    συνώνυμο:
  • αναποτελεσματικόσ
  • ,
  • ανίκανοσ