Translation meaning & definition of the word "industrious" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βιομηχανική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Industrious
[Βιομηχανικόσ]/ɪndəstriəs/
adjective
1. Characterized by hard work and perseverance
- synonym:
- hardworking ,
- industrious ,
- tireless ,
- untiring
1. Χαρακτηρίζεται από σκληρή δουλειά και επιμονή
- συνώνυμο:
- εργατικόσ ,
- ακούραστος ,
- ανεπαίσθητοσ
2. Working hard to promote an enterprise
- synonym:
- energetic ,
- gumptious ,
- industrious ,
- up-and-coming
2. Εργασία σκληρά για την προώθηση μιας επιχείρησης
- συνώνυμο:
- ενεργητικός ,
- απατηλόσ ,
- εργατικόσ ,
- αναβαθμισμένος
Examples of using
It is good that children are industrious.
Είναι καλό που τα παιδιά είναι εργατικά.
He is an industrious student.
Είναι εργατικός φοιτητής.
If I am dull, I am at least industrious.
Αν είμαι βαρετός, είμαι τουλάχιστον εργατικός.