Translation meaning & definition of the word "indulgence" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "έκλιση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Indulgence
[Απόκλιση]/ɪndəlʤəns/
noun
1. An inability to resist the gratification of whims and desires
- synonym:
- indulgence ,
- self-indulgence
1. Αδυναμία αντίστασης στην ικανοποίηση των ιδιοτροπιών και των επιθυμιών
- συνώνυμο:
- επιείκεια ,
- αυτο-ένδειξη
2. A disposition to yield to the wishes of someone
- "Too much indulgence spoils a child"
- synonym:
- indulgence ,
- lenience ,
- leniency
2. Διάθεση να υποχωρήσει στις επιθυμίες κάποιου
- "Πολλή επιείκεια χαλάει ένα παιδί"
- συνώνυμο:
- επιείκεια ,
- επιμονή
3. The act of indulging or gratifying a desire
- synonym:
- indulgence ,
- indulging ,
- pampering ,
- humoring
3. Η πράξη της ικανοποίησης ή ικανοποίησης μιας επιθυμίας
- συνώνυμο:
- επιείκεια ,
- επιπλήττω ,
- περιποίηση ,
- βουητό
4. Foolish or senseless behavior
- synonym:
- folly ,
- foolery ,
- tomfoolery ,
- craziness ,
- lunacy ,
- indulgence
4. Ανόητη ή παράλογη συμπεριφορά
- συνώνυμο:
- τρέλα ,
- ανοησία ,
- ανόητοσ ,
- παραφροσύνη ,
- επιείκεια
5. The remission by the pope of the temporal punishment in purgatory that is still due for sins even after absolution
- "In the middle ages the unrestricted sale of indulgences by pardoners became a widespread abuse"
- synonym:
- indulgence
5. Η άφεση από τον πάπα της χρονικής τιμωρίας στο καθαρτήριο που εξακολουθεί να οφείλεται σε αμαρτίες ακόμη και μετά την απ
- "Τον μεσαίωνα η απεριόριστη πώληση συγχωροχάρτιων από συγχωροχάρτες έγινε ευρέως διαδεδομένη κακοποίηση"
- συνώνυμο:
- επιείκεια