Translation meaning & definition of the word "indulge" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "αφεθείτε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Indulge
[Αφεθείτε]/ɪndəlʤ/
verb
1. Give free rein to
- "The writer indulged in metaphorical language"
- synonym:
- indulge
1. Δώστε ελεύθερα τα χέρια σας
- "Ο συγγραφέας επιδόθηκε στη μεταφορική γλώσσα"
- συνώνυμο:
- αφεθείτε
2. Yield (to)
- Give satisfaction to
- synonym:
- gratify ,
- pander ,
- indulge
2. Απόδοση (προς)
- Δώστε ικανοποίηση σε
- συνώνυμο:
- ικανοποιώ ,
- παλαβό ,
- αφεθείτε
3. Enjoy to excess
- "She indulges in ice cream"
- synonym:
- indulge ,
- luxuriate
3. Απολαύστε την υπερβολή
- "Επιδίδεται στο παγωτό"
- συνώνυμο:
- αφεθείτε ,
- εξαπατώ
4. Treat with excessive indulgence
- "Grandparents often pamper the children"
- "Let's not mollycoddle our students!"
- synonym:
- pamper ,
- featherbed ,
- cosset ,
- cocker ,
- baby ,
- coddle ,
- mollycoddle ,
- spoil ,
- indulge
4. Αντιμετωπίστε με υπερβολική επιείκεια
- "Οι παππούδες συχνά περιποιούνται τα παιδιά"
- "Ας μην χαϊδεύουμε τους μαθητές μας!"
- συνώνυμο:
- περιποιητήσ ,
- φτερωτό ,
- κοσέ ,
- κόκερ ,
- μωρό μου ,
- παραληρώ ,
- mollycoddle ,
- λείανση ,
- αφεθείτε
Examples of using
Young parents often indulge their children.
Οι νέοι γονείς συχνά επιδίδονται στα παιδιά τους.