Translation meaning & definition of the word "indolent" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αδιάφορος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Indolent
[Άπορος]/ɪndələnt/
adjective
1. Disinclined to work or exertion
- "Faineant kings under whose rule the country languished"
- "An indolent hanger-on"
- "Too lazy to wash the dishes"
- "Shiftless idle youth"
- "Slothful employees"
- "The unemployed are not necessarily work-shy"
- synonym:
- faineant ,
- indolent ,
- lazy ,
- otiose ,
- slothful ,
- work-shy
1. Αποκλεισμένος για να εργαστεί ή να ασκήσει
- "Αδύναμοι βασιλιάδες υπό την κυριαρχία των οποίων η χώρα μαράζωσε"
- "Μια άνετη κρεμάστρα"
- "Πολύ τεμπέλης για να πλύνετε τα πιάτα"
- "Αμετακίνητη νεολαία"
- "Θαρραλέοι υπάλληλοι"
- "Οι άνεργοι δεν είναι απαραίτητα εργαζόμενοι"
- συνώνυμο:
- φαινόμενο ,
- απερίσκεπτοσ ,
- τεμπέλησ ,
- οστεόζη ,
- παραπονεμένοσ ,
- εργασιακός
2. (of tumors, e.g.) slow to heal or develop and usually painless
- "An indolent ulcer"
- "Leprosy is an indolent infectious disease"
- synonym:
- indolent
2. ( των όγκων, π.χ.) αργή επούλωση ή ανάπτυξη και συνήθως ανώδυνη
- "Ένα άπορο έλκος"
- "Η λέπρα είναι μια άνυδρη μολυσματική ασθένεια"
- συνώνυμο:
- απερίσκεπτοσ