Translation meaning & definition of the word "individuality" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ατομικότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Individuality
[Ατομικότητα]/ɪndɪvɪʤuælɪti/
noun
1. The quality of being individual
- "So absorbed by the movement that she lost all sense of individuality"
- synonym:
- individuality ,
- individualism ,
- individuation
1. Η ποιότητα του να είσαι ατομικός
- "Τόσο απορροφημένη από το κίνημα που έχασε κάθε αίσθηση της ατομικότητας"
- συνώνυμο:
- ατομικότητα ,
- ατομικισμόσ ,
- εξατομίκευση
2. The distinct personality of an individual regarded as a persisting entity
- "You can lose your identity when you join the army"
- synonym:
- identity ,
- personal identity ,
- individuality
2. Η ξεχωριστή προσωπικότητα ενός ατόμου που θεωρείται ως μια επίμονη οντότητα
- "Μπορείτε να χάσετε την ταυτότητά σας όταν ενταχθείτε στο στρατό"
- συνώνυμο:
- ταυτότητα ,
- προσωπική ταυτότητα ,
- ατομικότητα