Translation meaning & definition of the word "individualistic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ατομικιστική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Individualistic
[Ατομικιστικόσ]/ɪndɪvɪʤuəlɪstɪk/
adjective
1. Marked by or expressing individuality
- "An individualistic way of dressing"
- synonym:
- individualist ,
- individualistic
1. Σημαδεμένο ή εκφράζοντας την ατομικότητα
- "Ένας ατομικιστικός τρόπος ντυσίματος"
- συνώνυμο:
- ατομικιστήσ ,
- ατομικιστική
2. With minimally restricted freedom in commerce
- synonym:
- individualistic ,
- laissez-faire(a)
2. Με ελάχιστα περιορισμένη ελευθερία στο εμπόριο
- συνώνυμο:
- ατομικιστική ,
- λάισσεζ-φαιρ()α<TAG1>