Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "individualism" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ατομικισμός" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Individualism

[Ατομικισμόσ]
/ɪndɪvɪduəlɪzəm/

noun

1. The quality of being individual

  • "So absorbed by the movement that she lost all sense of individuality"
    synonym:
  • individuality
  • ,
  • individualism
  • ,
  • individuation

1. Η ποιότητα του να είσαι ατομικός

  • "Τόσο απορροφημένη από το κίνημα που έχασε κάθε αίσθηση της ατομικότητας"
    συνώνυμο:
  • ατομικότητα
  • ,
  • ατομικισμόσ
  • ,
  • εξατομίκευση

2. A belief in the importance of the individual and the virtue of self-reliance and personal independence

    synonym:
  • individualism

2. Πίστη στη σημασία του ατόμου και στην αρετή της αυτοδυναμίας και της προσωπικής ανεξαρτησίας

    συνώνυμο:
  • ατομικισμόσ

3. The doctrine that government should not interfere in commercial affairs

    synonym:
  • individualism
  • ,
  • laissez faire

3. Το δόγμα ότι η κυβέρνηση δεν πρέπει να παρεμβαίνει στις εμπορικές υποθέσεις

    συνώνυμο:
  • ατομικισμόσ
  • ,
  • λάισεζ δικαιοσύνη