Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "individual" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ατομική" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Individual

[Ατομικός]
/ɪndəvɪʤəwəl/

noun

1. A human being

  • "There was too much for one person to do"
    synonym:
  • person
  • ,
  • individual
  • ,
  • someone
  • ,
  • somebody
  • ,
  • mortal
  • ,
  • soul

1. Ένας άνθρωπος

  • "Υπήρχαν πάρα πολλά για ένα άτομο να κάνει"
    συνώνυμο:
  • άτομο
  • ,
  • ατομικός
  • ,
  • κάποιος
  • ,
  • θνητός
  • ,
  • ψυχή

2. A single organism

    synonym:
  • individual

2. Ένας μόνο οργανισμός

    συνώνυμο:
  • ατομικός

adjective

1. Being or characteristic of a single thing or person

  • "Individual drops of rain"
  • "Please mark the individual pages"
  • "They went their individual ways"
    synonym:
  • individual
  • ,
  • single

1. Είναι ή χαρακτηριστικό ενός πράγματος ή ενός ατόμου

  • "Ατομικές σταγόνες βροχής"
  • "Παρακαλώ σημειώστε τις μεμονωμένες σελίδες"
  • "Πήγαν με τους ατομικούς τρόπους τους"
    συνώνυμο:
  • ατομικός
  • ,
  • μοναδικός

2. Separate and distinct from others of the same kind

  • "Mark the individual pages"
  • "On a case-by-case basis"
    synonym:
  • individual
  • ,
  • case-by-case
  • ,
  • item-by-item

2. Ξεχωριστό και διακριτό από τους άλλους του ίδιου είδους

  • "Σημειώστε τις μεμονωμένες σελίδες"
  • "Κατά περίπτωση"
    συνώνυμο:
  • ατομικός
  • ,
  • περίπτωση κατά περίπτωση
  • ,
  • αντικείμενο ανά τεμ

3. Characteristic of or meant for a single person or thing

  • "An individual serving"
  • "Single occupancy"
  • "A single bed"
    synonym:
  • individual
  • ,
  • single(a)

3. Χαρακτηριστικό ή προορίζεται για ένα άτομο ή πράγμα

  • "Μια ατομική εξυπηρέτηση"
  • "Ενιαία πληρότητα"
  • "Μονό κρεβάτι"
    συνώνυμο:
  • ατομικός
  • ,
  • μον()

4. Concerning one person exclusively

  • "We all have individual cars"
  • "Each room has a private bath"
    synonym:
  • individual(a)
  • ,
  • private

4. Αποκλειστικά για ένα άτομο

  • "Όλοι έχουμε ατομικά αυτοκίνητα"
  • "Κάθε δωμάτιο έχει ιδιωτικό μπάνιο"
    συνώνυμο:
  • ατομική()
  • ,
  • ιδιωτικός

Examples of using

I consider Tom a thoroughly responsible individual.
Θεωρώ τον Τομ έναν απόλυτα υπεύθυνο άνθρωπο.
Google Translate can't translate phrases or give definitions of individual words.
Η μετάφραση δεν μπορεί να μεταφράσει φράσεις ή να δώσει ορισμούς μεμονωμένων λέξεων.
Tom is a hot-blooded individual.
Ο Τομ είναι ένας θερμόαιμος άνθρωπος.