Translation meaning & definition of the word "indigo" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ίντιγκο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Indigo
[Ίντιγκο]/ɪndəgoʊ/
noun
1. A blue dye obtained from plants or made synthetically
- synonym:
- anil ,
- indigo ,
- indigotin
1. Μια μπλε βαφή που λαμβάνεται από φυτά ή γίνεται συνθετικά
- συνώνυμο:
- ανίλ ,
- ίντιγκο ,
- ινδιγοτίνη
2. Deciduous subshrub of southeastern asia having pinnate leaves and clusters of red or purple flowers
- A source of indigo dye
- synonym:
- indigo ,
- indigo plant ,
- Indigofera tinctoria
2. Φυλλοβόλος υποβρύχιος θάμνος της νοτιοανατολικής ασίας που έχει τα φύλλα και τις συστάδες των κόκκινων ή μωβ λουλουδιών
- Μια πηγή βαφής ινδικού
- συνώνυμο:
- ίντιγκο ,
- φυτό Ινδικού ,
- Ινδικφέρα της τριχοειδούς
3. A blue-violet color
- synonym:
- indigo
3. Ένα μπλε-ιώδες χρώμα
- συνώνυμο:
- ίντιγκο
adjective
1. Having a color between blue and violet
- "Indigo flowers"
- synonym:
- indigo
1. Έχοντας ένα χρώμα μεταξύ μπλε και βιολετί
- "Λουλούδια του λεύκη"
- συνώνυμο:
- ίντιγκο
Examples of using
A rainbow consists of red, orange, yellow, green, blue, indigo and violet.
Ένα ουράνιο τόξο αποτελείται από κόκκινο, πορτοκαλί, κίτρινο, πράσινο, μπλε, ινδικό και ιώδες.