Translation meaning & definition of the word "indigestion" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δεινδίωση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Indigestion
[Δυσπεψία]/ɪndaɪʤɛsʧən/
noun
1. A disorder of digestive function characterized by discomfort or heartburn or nausea
- synonym:
- indigestion ,
- dyspepsia ,
- stomach upset ,
- upset stomach
1. Διαταραχή της πεπτικής λειτουργίας που χαρακτηρίζεται από δυσφορία ή καούρα ή ναυτία
- συνώνυμο:
- δυσπεψία ,
- στομαχική διαταραχή ,
- αναστατωμένο στομάχι
Examples of using
The boy had indigestion after eating too much.
Το αγόρι είχε δυσπεψία μετά το φαγητό πάρα πολύ.
When we eat too much, we suffer from indigestion.
Όταν τρώμε πάρα πολύ, υποφέρουμε από δυσπεψία.