Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "indifferent" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αδιαφορετικό" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Indifferent

[Αδιαφορίασ]
/ɪndɪfrənt/

adjective

1. Marked by a lack of interest

  • "An apathetic audience"
  • "The universe is neither hostile nor friendly
  • It is simply indifferent"
    synonym:
  • apathetic
  • ,
  • indifferent

1. Χαρακτηρίζεται από έλλειψη ενδιαφέροντος

  • "Ένα απαθές κοινό"
  • "Το σύμπαν δεν είναι ούτε εχθρικό ούτε φιλικό
  • Είναι απλά αδιάφορο"
    συνώνυμο:
  • απαθής
  • ,
  • αδιάφορος

2. Showing no care or concern in attitude or action

  • "Indifferent to the sufferings of others"
  • "Indifferent to her plea"
    synonym:
  • indifferent

2. Δεν δείχνει καμία φροντίδα ή ανησυχία στη στάση ή τη δράση

  • "Αδιαφορετικό για τα βάσανα των άλλων"
  • "Αδιαφορετικό για την έκκλησή της"
    συνώνυμο:
  • αδιάφορος

3. (usually followed by `to') unwilling or refusing to pay heed

  • "Deaf to her warnings"
    synonym:
  • deaf(p)
  • ,
  • indifferent(p)

3. (συνήθως ακολουθείται από ``) απρόθυμο ή αρνούμενο να πληρώσει προσοχή

  • "Θερμάνετε τις προειδοποιήσεις της"
    συνώνυμο:
  • κωφ()<TAG1><TAG1>
  • ,
  • αδιάφορος()<TAG1>

4. (often followed by `to') lacking importance

  • Not mattering one way or the other
  • "Whether you choose to do it or not is a matter that is quite immaterial (or indifferent)"
  • "What others think is altogether indifferent to him"
    synonym:
  • immaterial
  • ,
  • indifferent

4. (συχνά ακολουθείται από ```) έλλειψη σημασίας

  • Δεν έχει σημασία με τον ένα ή τον άλλο τρόπο
  • "Είτε επιλέξετε να το κάνετε είτε όχι είναι ένα θέμα που είναι αρκετά άυλο (ορ) αδιάφορο"
  • "Αυτό που νομίζουν οι άλλοι είναι εντελώς αδιάφορο για αυτόν"
    συνώνυμο:
  • άϋλοσ
  • ,
  • αδιάφορος

5. Fairly poor to not very good

  • "Has an indifferent singing voice"
  • "Has indifferent qualifications for the job"
    synonym:
  • indifferent

5. Αρκετά φτωχό για να μην είναι πολύ καλό

  • "Έχει μια αδιάφορη φωνή τραγουδιού"
  • "Έχει αδιάφορα προσόντα για τη δουλειά"
    συνώνυμο:
  • αδιάφορος

6. Having only a limited ability to react chemically

  • Chemically inactive
  • "Inert matter"
  • "An indifferent chemical in a reaction"
    synonym:
  • inert
  • ,
  • indifferent
  • ,
  • neutral

6. Περιορισμένη ικανότητα να αντιδρά χημικά

  • Χημικά ανενεργός
  • "Αδρανές θέμα"
  • "Μια αδιάφορη χημική ουσία σε μια αντίδραση"
    συνώνυμο:
  • αδρανής
  • ,
  • αδιάφορος
  • ,
  • ουδέτερος

7. Marked by no especial liking or dislike or preference for one thing over another

  • "Indifferent about which book you would give them"
  • "Was indifferent to their acceptance or rejection of her invitation"
    synonym:
  • indifferent

7. Χαρακτηρίζεται από καμία ιδιαίτερη προτίμηση ή αντιπάθεια ή προτίμηση για ένα πράγμα έναντι του άλλου

  • "Διαφορετικό για το ποιο βιβλίο θα τους δώσετε"
  • "Ήταν αδιάφορη για την αποδοχή ή την απόρριψη της πρόσκλησής της"
    συνώνυμο:
  • αδιάφορος

8. Characterized by a lack of partiality

  • "A properly indifferent jury"
  • "An unbiasgoted account of her family problems"
    synonym:
  • indifferent
  • ,
  • unbiased
  • ,
  • unbiassed

8. Χαρακτηρίζεται από έλλειψη μεροληψίας

  • "Μια κατάλληλα αδιάφορη κριτική επιτροπή"
  • "Μια αδιαπραγμάτευτη αφήγηση των οικογενειακών της προβλημάτων"
    συνώνυμο:
  • αδιάφορος
  • ,
  • αμερόληπτοσ
  • ,
  • απαραβίαστοσ

9. Being neither good nor bad

  • "An indifferent performance"
  • "A gifted painter but an indifferent actor"
  • "Her work at the office is passable"
  • "A so-so golfer"
  • "Feeling only so-so"
  • "Prepared a tolerable dinner"
  • "A tolerable working knowledge of french"
    synonym:
  • indifferent
  • ,
  • so-so(p)

9. Να μην είσαι ούτε καλός ούτε κακός

  • "Μια αδιάφορη παράσταση"
  • "Προικισμένος ζωγράφος αλλά αδιάφορος ηθοποιός"
  • "Η δουλειά της στο γραφείο είναι βατή"
  • "Ένας τόσο παίκτης γκολφ"
  • "Νιώθω μόνο έτσι"
  • "Ετοίμασε ένα ανεκτό δείπνο"
  • "Ανεκτή γνώση εργασίας των γαλλικών"
    συνώνυμο:
  • αδιάφορος
  • ,
  • σο()<TAG1>

10. Neither too great nor too little

  • "A couple of indifferent hills to climb"
    synonym:
  • indifferent

10. Ούτε πολύ μεγάλο ούτε πολύ λίγο

  • "Μερικοί αδιάφοροι λόφοι για να αναρριχηθείτε"
    συνώνυμο:
  • αδιάφορος

Examples of using

The policeman, who is easily frightened, is funny; the policeman, indifferent to the misfortunes of others, is terrible.
Ο αστυνομικός, ο οποίος φοβάται εύκολα, είναι αστείος ο αστυνομικός, αδιάφορος για τις δυστυχίες των άλλων, είναι τρομερός.
He is indifferent to what others say.
Είναι αδιάφορος για αυτά που λένε οι άλλοι.
I am indifferent to others' opinions.
Αδιαφορώ για τις απόψεις των άλλων.