Translation meaning & definition of the word "indifferent" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αδιαφορετικό" στην ελληνική γλώσσα
Indifferent
[Αδιαφορίασ]adjective
1. Marked by a lack of interest
- "An apathetic audience"
- "The universe is neither hostile nor friendly
- It is simply indifferent"
- synonym:
- apathetic ,
- indifferent
1. Χαρακτηρίζεται από έλλειψη ενδιαφέροντος
- "Ένα απαθές κοινό"
- "Το σύμπαν δεν είναι ούτε εχθρικό ούτε φιλικό
- Είναι απλά αδιάφορο"
- συνώνυμο:
- απαθής ,
- αδιάφορος
2. Showing no care or concern in attitude or action
- "Indifferent to the sufferings of others"
- "Indifferent to her plea"
- synonym:
- indifferent
2. Δεν δείχνει καμία φροντίδα ή ανησυχία στη στάση ή τη δράση
- "Αδιαφορετικό για τα βάσανα των άλλων"
- "Αδιαφορετικό για την έκκλησή της"
- συνώνυμο:
- αδιάφορος
3. (usually followed by `to') unwilling or refusing to pay heed
- "Deaf to her warnings"
- synonym:
- deaf(p) ,
- indifferent(p)
3. (συνήθως ακολουθείται από ``) απρόθυμο ή αρνούμενο να πληρώσει προσοχή
- "Θερμάνετε τις προειδοποιήσεις της"
- συνώνυμο:
- κωφ()<TAG1><TAG1> ,
- αδιάφορος()<TAG1>
4. (often followed by `to') lacking importance
- Not mattering one way or the other
- "Whether you choose to do it or not is a matter that is quite immaterial (or indifferent)"
- "What others think is altogether indifferent to him"
- synonym:
- immaterial ,
- indifferent
4. (συχνά ακολουθείται από ```) έλλειψη σημασίας
- Δεν έχει σημασία με τον ένα ή τον άλλο τρόπο
- "Είτε επιλέξετε να το κάνετε είτε όχι είναι ένα θέμα που είναι αρκετά άυλο (ορ) αδιάφορο"
- "Αυτό που νομίζουν οι άλλοι είναι εντελώς αδιάφορο για αυτόν"
- συνώνυμο:
- άϋλοσ ,
- αδιάφορος
5. Fairly poor to not very good
- "Has an indifferent singing voice"
- "Has indifferent qualifications for the job"
- synonym:
- indifferent
5. Αρκετά φτωχό για να μην είναι πολύ καλό
- "Έχει μια αδιάφορη φωνή τραγουδιού"
- "Έχει αδιάφορα προσόντα για τη δουλειά"
- συνώνυμο:
- αδιάφορος
6. Having only a limited ability to react chemically
- Chemically inactive
- "Inert matter"
- "An indifferent chemical in a reaction"
- synonym:
- inert ,
- indifferent ,
- neutral
6. Περιορισμένη ικανότητα να αντιδρά χημικά
- Χημικά ανενεργός
- "Αδρανές θέμα"
- "Μια αδιάφορη χημική ουσία σε μια αντίδραση"
- συνώνυμο:
- αδρανής ,
- αδιάφορος ,
- ουδέτερος
7. Marked by no especial liking or dislike or preference for one thing over another
- "Indifferent about which book you would give them"
- "Was indifferent to their acceptance or rejection of her invitation"
- synonym:
- indifferent
7. Χαρακτηρίζεται από καμία ιδιαίτερη προτίμηση ή αντιπάθεια ή προτίμηση για ένα πράγμα έναντι του άλλου
- "Διαφορετικό για το ποιο βιβλίο θα τους δώσετε"
- "Ήταν αδιάφορη για την αποδοχή ή την απόρριψη της πρόσκλησής της"
- συνώνυμο:
- αδιάφορος
8. Characterized by a lack of partiality
- "A properly indifferent jury"
- "An unbiasgoted account of her family problems"
- synonym:
- indifferent ,
- unbiased ,
- unbiassed
8. Χαρακτηρίζεται από έλλειψη μεροληψίας
- "Μια κατάλληλα αδιάφορη κριτική επιτροπή"
- "Μια αδιαπραγμάτευτη αφήγηση των οικογενειακών της προβλημάτων"
- συνώνυμο:
- αδιάφορος ,
- αμερόληπτοσ ,
- απαραβίαστοσ
9. Being neither good nor bad
- "An indifferent performance"
- "A gifted painter but an indifferent actor"
- "Her work at the office is passable"
- "A so-so golfer"
- "Feeling only so-so"
- "Prepared a tolerable dinner"
- "A tolerable working knowledge of french"
- synonym:
- indifferent ,
- so-so(p)
9. Να μην είσαι ούτε καλός ούτε κακός
- "Μια αδιάφορη παράσταση"
- "Προικισμένος ζωγράφος αλλά αδιάφορος ηθοποιός"
- "Η δουλειά της στο γραφείο είναι βατή"
- "Ένας τόσο παίκτης γκολφ"
- "Νιώθω μόνο έτσι"
- "Ετοίμασε ένα ανεκτό δείπνο"
- "Ανεκτή γνώση εργασίας των γαλλικών"
- συνώνυμο:
- αδιάφορος ,
- σο()<TAG1>
10. Neither too great nor too little
- "A couple of indifferent hills to climb"
- synonym:
- indifferent
10. Ούτε πολύ μεγάλο ούτε πολύ λίγο
- "Μερικοί αδιάφοροι λόφοι για να αναρριχηθείτε"
- συνώνυμο:
- αδιάφορος