Translation meaning & definition of the word "indicative" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ενδεικτικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Indicative
[Ενδεικτικόσ]/ɪndɪkətɪv/
noun
1. A mood (grammatically unmarked) that represents the act or state as an objective fact
- synonym:
- indicative mood ,
- indicative ,
- declarative mood ,
- declarative ,
- common mood ,
- fact mood
1. Μια διάθεση (γραμματικά μη επισημασμένη) που αντιπροσωπεύει την πράξη ή την κατάσταση ως αντικειμενικό γεγονός
- συνώνυμο:
- ενδεικτική διάθεση ,
- ενδεικτικός ,
- δηλωτική διάθεση ,
- δηλωτικόσ ,
- κοινή διάθεση ,
- διάθεση γεγονότος
adjective
1. Relating to the mood of verbs that is used simple in declarative statements
- "Indicative mood"
- synonym:
- indicative ,
- declarative
1. Σχετικά με τη διάθεση των ρημάτων που χρησιμοποιείται απλά στις δηλωτικές δηλώσεις
- "Ενδεικτική διάθεση"
- συνώνυμο:
- ενδεικτικός ,
- δηλωτικόσ
2. (usually followed by `of') pointing out or revealing clearly
- "Actions indicative of fear"
- synonym:
- indicative ,
- indicatory ,
- revelatory ,
- significative ,
- suggestive
2. (συνήθως ακολουθείται από `) που επισημαίνει ή αποκαλύπτει καθαρά
- "Δράσεις ενδεικτικές του φόβου"
- συνώνυμο:
- ενδεικτικός ,
- ενδεικτικόσ ,
- αποκαλυπτικόσ ,
- σημαντικόσ ,
- υποβλητικόσ