Translation meaning & definition of the word "index" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δείκτης" στην ελληνική γλώσσα
Index
[Δείκτης]noun
1. A numerical scale used to compare variables with one another or with some reference number
- synonym:
- index
1. Μια αριθμητική κλίμακα που χρησιμοποιείται για τη σύγκριση μεταβλητών μεταξύ τους ή με κάποιο αριθμό αναφοράς
- συνώνυμο:
- δείκτης
2. A number or ratio (a value on a scale of measurement) derived from a series of observed facts
- Can reveal relative changes as a function of time
- synonym:
- index ,
- index number ,
- indicant ,
- indicator
2. Αριθμός ή αναλογία (α τιμή σε κλίμακα μέτρησης) που προέρχεται από μια σειρά παρατηρηθέντων γεγονότων
- Μπορεί να αποκαλύψει σχετικές αλλαγές ως συνάρτηση του χρόνου
- συνώνυμο:
- δείκτης ,
- αριθμός δείκτη ,
- ενδεικτικός
3. A mathematical notation indicating the number of times a quantity is multiplied by itself
- synonym:
- exponent ,
- power ,
- index
3. Μια μαθηματική σημειογραφία που δείχνει τον αριθμό των φορών που μια ποσότητα πολλαπλασιάζεται από μόνη της
- συνώνυμο:
- εκθέτης ,
- δύναμη ,
- δείκτης
4. An alphabetical listing of names and topics along with page numbers where they are discussed
- synonym:
- index
4. Μια αλφαβητική λίστα ονομάτων και θεμάτων μαζί με αριθμούς σελίδων όπου συζητούνται
- συνώνυμο:
- δείκτης
5. The finger next to the thumb
- synonym:
- index ,
- index finger ,
- forefinger
5. Το δάχτυλο δίπλα στον αντίχειρα
- συνώνυμο:
- δείκτης ,
- εμπρόσθιο δακτύλο
verb
1. List in an index
- synonym:
- index
1. Λίστα σε ένα ευρετήριο
- συνώνυμο:
- δείκτης
2. Provide with an index
- "Index the book"
- synonym:
- index
2. Παρέχετε έναν δείκτη
- "Επιβεβαιώστε το βιβλίο"
- συνώνυμο:
- δείκτης
3. Adjust through indexation
- "The government indexes wages and prices"
- synonym:
- index
3. Προσαρμογή μέσω της ευρετηρίασης
- "Η κυβέρνηση αναλογεί τους μισθούς και τις τιμές"
- συνώνυμο:
- δείκτης