Translation meaning & definition of the word "indecision" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναποφασιστικότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Indecision
[Αναποφασιστικότητα]/ɪndɪsɪʒən/
noun
1. Doubt concerning two or more possible alternatives or courses of action
- "His indecision was only momentary but the opportunity was lost"
- synonym:
- indecision ,
- indecisiveness ,
- irresolution
1. Αμφιβολία σχετικά με δύο ή περισσότερες πιθανές εναλλακτικές λύσεις ή τρόπους δράσης
- "Η αναποφασιστικότητά του ήταν μόνο στιγμιαία, αλλά η ευκαιρία χάθηκε"
- συνώνυμο:
- αναποφασιστικότητα ,
- ακαταμάχηση
2. The trait of irresolution
- A lack of firmness of character or purpose
- "The king's incurable indecisiveness caused turmoil in his court"
- synonym:
- indecisiveness ,
- indecision
2. Το χαρακτηριστικό της ακαταμάχησης
- Έλλειψη σταθερότητας χαρακτήρα ή σκοπού
- "Η ανίατη αναποφασιστικότητα του βασιλιά προκάλεσε αναταραχή στην αυλή του"
- συνώνυμο:
- αναποφασιστικότητα