Translation meaning & definition of the word "indecency" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "αδεξιότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Indecency
[Απρέπεια]/ɪndisənsi/
noun
1. The quality of being indecent
- synonym:
- indecency
1. Η ποιότητα του να είσαι άσεμνος
- συνώνυμο:
- απρέπεια
2. An indecent or improper act
- synonym:
- indecency ,
- impropriety
2. Μια άσεμνη ή ακατάλληλη πράξη
- συνώνυμο:
- απρέπεια ,
- απρεπής