Translation meaning & definition of the word "incorrectly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εσφαλμένα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Incorrectly
[Εσφαλμένα]/ɪnkərɛktli/
adverb
1. In an incorrect manner
- "To credit lister with the first formulation of the basic principle of stratigraphy would be to bestow credit falsely"
- synonym:
- falsely ,
- incorrectly
1. Με λανθασμένο τρόπο
- "Για να πιστώσει την αδελφή με την πρώτη διατύπωση της βασικής αρχής της στρωματογραφίας θα ήταν να παραχωρήσει ψευδώς πίστωση"
- συνώνυμο:
- ψευδώς ,
- λανθασμένα
2. In an inaccurate manner
- "He decided to reveal the details only after other sources had reported them incorrectly"
- "She guessed wrong"
- synonym:
- incorrectly ,
- wrongly ,
- wrong
2. Με ανακριβή τρόπο
- "Αποφάσισε να αποκαλύψει τις λεπτομέρειες μόνο αφού άλλες πηγές τις είχαν αναφέρει εσφαλμένα"
- "Μαντέψαμε λάθος"
- συνώνυμο:
- λανθασμένα ,
- λάθος
Examples of using
He broke the machine by using it incorrectly.
Έσπασε το μηχάνημα χρησιμοποιώντας το λάθος.
He answered incorrectly.
Απάντησε λανθασμένα.