Translation meaning & definition of the word "inclusive" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συμπεριλαμβανομένης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Inclusive
[Περιλαμβάνω]/ɪnklusɪv/
adjective
1. Including much or everything
- And especially including stated limits
- "An inclusive art form"
- "An inclusive fee"
- "His concept of history is modern and inclusive"
- "From monday to friday inclusive"
- synonym:
- inclusive
1. Συμπεριλαμβανομένων πολλών ή όλων
- Και ειδικά συμπεριλαμβανομένων των αναφερόμενων ορίων
- "Μια μορφή τέχνης χωρίς αποκλεισμούς"
- "Ένα τέλος χωρίς αποκλεισμούς"
- "Η έννοια της ιστορίας του είναι σύγχρονη και χωρίς αποκλεισμούς"
- "Από δευτέρα έως παρασκευή"
- συνώνυμο:
- χωρίς αποκλεισμούς