Translation meaning & definition of the word "incline" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "κλίση" στην ελληνική γλώσσα
Incline
[Κλίνω]noun
1. An elevated geological formation
- "He climbed the steep slope"
- "The house was built on the side of a mountain"
- synonym:
- slope ,
- incline ,
- side
1. Ένας υπερυψωμένος γεωλογικός σχηματισμός
- "Ανέβηκε στην απότομη πλαγιά"
- "Το σπίτι χτίστηκε στην πλαγιά ενός βουνού"
- συνώνυμο:
- κλίση ,
- πλευρά
2. An inclined surface connecting two levels
- synonym:
- ramp ,
- incline
2. Μια κεκλιμένη επιφάνεια που συνδέει δύο επίπεδα
- συνώνυμο:
- ράμπα ,
- κλίση
verb
1. Have a tendency or disposition to do or be something
- Be inclined
- "She tends to be nervous before her lectures"
- "These dresses run small"
- "He inclined to corpulence"
- synonym:
- tend ,
- be given ,
- lean ,
- incline ,
- run
1. Να έχεις τάση ή διάθεση να κάνεις ή να είσαι κάτι
- Να είσαι κεκλιμένος
- "Τείνει να είναι νευρική πριν από τις διαλέξεις της"
- "Αυτά τα φορέματα τρέχουν μικρά"
- "Έτεινε στη σωματικότητα"
- συνώνυμο:
- τείνω ,
- δίνομαι ,
- αδύνατος ,
- κλίση ,
- τρέχω
2. Bend or turn (one's ear) towards a speaker in order to listen well
- "He inclined his ear to the wise old man"
- synonym:
- incline
2. Λυγίστε ή γυρίστε (το αυτί κάποιου) προς ένα ηχείο για να ακούσετε καλά
- "Έκλινε το αυτί του στον σοφό γέρο"
- συνώνυμο:
- κλίση
3. Lower or bend (the head or upper body), as in a nod or bow
- "She inclined her head to the student"
- synonym:
- incline
3. Κάτω ή λυγίστε (το κεφάλι ή το πάνω μέρος του σώματος), όπως σε ένα νεύμα ή τόξο
- "Έκλινε το κεφάλι της στον μαθητή"
- συνώνυμο:
- κλίση
4. Be at an angle
- "The terrain sloped down"
- synonym:
- slope ,
- incline ,
- pitch
4. Να είσαι σε γωνία
- "Το έδαφος είχε κλίση προς τα κάτω"
- συνώνυμο:
- κλίση ,
- πίσσα
5. Feel favorably disposed or willing
- "She inclines to the view that people should be allowed to expres their religious beliefs"
- synonym:
- incline
5. Νιώστε ευνοϊκά διατεθειμένοι ή πρόθυμοι
- "Τείνει στην άποψη ότι πρέπει να επιτρέπεται στους ανθρώπους να εκφράζουν τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις"
- συνώνυμο:
- κλίση
6. Make receptive or willing towards an action or attitude or belief
- "Their language inclines us to believe them"
- synonym:
- dispose ,
- incline
6. Κάντε δεκτικούς ή πρόθυμους απέναντι σε μια ενέργεια ή στάση ή πεποίθηση
- "Η γλώσσα τους μας κλίνει να τους πιστέψουμε"
- συνώνυμο:
- διαθέτω ,
- κλίση