Translation meaning & definition of the word "incite" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αίτηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Incite
[Υποκινώ]/ɪnsaɪt/
verb
1. Give an incentive for action
- "This moved me to sacrifice my career"
- synonym:
- motivate ,
- actuate ,
- propel ,
- move ,
- prompt ,
- incite
1. Δώστε κίνητρο για δράση
- "Αυτό με υποκίνησε να θυσιάσω την καριέρα μου"
- συνώνυμο:
- παρακινώ ,
- ενεργώ ,
- προπέλ ,
- κινώ ,
- προειδοποιώ ,
- υποκινώ
2. Provoke or stir up
- "Incite a riot"
- "Set off great unrest among the people"
- synonym:
- incite ,
- instigate ,
- set off ,
- stir up
2. Προκαλώ ή ανακατεύω
- "Προκαλέστε μια ταραχή"
- "Προκαλέστε μεγάλη αναταραχή μεταξύ των ανθρώπων"
- συνώνυμο:
- υποκινώ ,
- ξεκινώ ,
- ανακατώνω
3. Urge on
- Cause to act
- "The other children egged the boy on, but he did not want to throw the stone through the window"
- synonym:
- prod ,
- incite ,
- egg on
3. Παροτρύνω
- Αιτία δράσης
- "Τα άλλα παιδιά ανασήκωσαν το αγόρι, αλλά δεν ήθελε να πετάξει την πέτρα από το παράθυρο"
- συνώνυμο:
- παραπονιέμαι ,
- υποκινώ ,
- αυγό