Translation meaning & definition of the word "incidentally" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τυχαία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Incidentally
[Παρεμπιπτόντωσ]/ɪnsɪdɛntəli/
adverb
1. Introducing a different topic
- In point of fact
- "Incidentally, i won't go to the party"
- synonym:
- by the way ,
- by the bye ,
- incidentally ,
- apropos
1. Εισαγωγή διαφορετικού θέματος
- Στο σημείο της πραγματικότητας
- "Τυχαία, δεν θα πάω στο πάρτι"
- συνώνυμο:
- παρεμπιπτόντως ,
- αντίο ,
- απρόποσ
2. Of a minor or subordinate nature
- "These magnificent achievements were only incidentally influenced by oriental models"
- synonym:
- incidentally ,
- accidentally
2. Ανήλικου ή υποδεέστερου χαρακτήρα
- "Αυτά τα υπέροχα επιτεύγματα επηρεάστηκαν μόνο από τα ανατολίτικα μοντέλα"
- συνώνυμο:
- παρεμπιπτόντως ,
- τυχαία