Translation meaning & definition of the word "incident" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επεισόδιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Incident
[Περιστατικό]/ɪnsədənt/
noun
1. A single distinct event
- synonym:
- incident
1. Ένα ξεχωριστό γεγονός
- συνώνυμο:
- περιστατικό
2. A public disturbance
- "The police investigated an incident at the bus station"
- synonym:
- incident
2. Μια δημόσια διαταραχή
- "Η αστυνομία ερεύνησε ένα περιστατικό στο σταθμό των λεωφορείων"
- συνώνυμο:
- περιστατικό
adjective
1. Falling or striking of light rays on something
- "Incident light"
- synonym:
- incident
1. Πτώση ή χτύπημα των ακτίνων φωτός σε κάτι
- "Φως επεισοδίων"
- συνώνυμο:
- περιστατικό
2. (sometimes followed by `to') minor or casual or subordinate in significance or nature or occurring as a chance concomitant or consequence
- "Incidental expenses"
- "The road will bring other incidental advantages"
- "Extra duties incidental to the job"
- "Labor problems incidental to a rapid expansion"
- "Confusion incidental to a quick change"
- synonym:
- incidental ,
- incident
2. ( μερικές φορές ακολουθούμενο από ```) ήσσονος σημασίας ή υποταγμένο σε σημασία ή φύση ή που συμβαίνει ως τυχαία συνακόλουθη ή συνέπεια
- "Τυχαία έξοδα"
- "Ο δρόμος θα φέρει και άλλα τυχαία πλεονεκτήματα"
- "Επιπλέον καθήκοντα παρεμπιπτόντως στη δουλειά"
- "Προβλήματα εργασίας παρεμπιπτόντως σε μια ταχεία επέκταση"
- "Σύγχυση παρεμπιπτόντως σε μια γρήγορη αλλαγή"
- συνώνυμο:
- τυχαίος ,
- περιστατικό
Examples of using
I'll tell you about the incident that occured in our village.
Θα σας πω για το περιστατικό που συνέβη στο χωριό μας.
I hope the incident will go unnoticed.
Ελπίζω το περιστατικό να περάσει απαρατήρητο.
Different people tell different versions of the incident.
Διαφορετικοί άνθρωποι λένε διαφορετικές εκδοχές του περιστατικού.