Translation meaning & definition of the word "incessantly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πριγκίπισσα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Incessantly
[Αδιάκοπα]/ɪnsɛsəntli/
adverb
1. With unflagging resolve
- "Dance inspires him ceaselessly to strive higher and higher toward the shining pinnacle of perfection that is the goal of every artiste"
- synonym:
- endlessly ,
- ceaselessly ,
- incessantly ,
- unceasingly ,
- unendingly ,
- continuously
1. Με ανεπανόρθωτη αποφασιστικότητα
- "Ο χορός τον εμπνέει αδιάκοπα να αγωνίζεται όλο και ψηλότερα προς το λαμπερό αποκορύφωμα της τελειότητας που είναι ο στόχος κάθε"
- συνώνυμο:
- ατελείωτα ,
- ασταμάτητα ,
- αδιάκοπα ,
- συνεχώς
2. Without interruption
- "The world is constantly changing"
- synonym:
- constantly ,
- always ,
- forever ,
- perpetually ,
- incessantly
2. Χωρίς διακοπή
- "Ο κόσμος αλλάζει συνεχώς"
- συνώνυμο:
- συνεχώς ,
- πάντα ,
- για πάντα ,
- διαρκώς ,
- αδιάκοπα