Translation meaning & definition of the word "incessant" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πριγκίπισσα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Incessant
[Αδιάκοποσ]/ɪnsɛsənt/
adjective
1. Uninterrupted in time and indefinitely long continuing
- "The ceaseless thunder of surf"
- "In constant pain"
- "Night and day we live with the incessant noise of the city"
- "The never-ending search for happiness"
- "The perpetual struggle to maintain standards in a democracy"
- "Man's unceasing warfare with drought and isolation"
- "Unremitting demands of hunger"
- synonym:
- ceaseless ,
- constant ,
- incessant ,
- never-ending ,
- perpetual ,
- unceasing ,
- unremitting
1. Αδιάλειπτη στο χρόνο και επ' αόριστον μακρά συνέχιση
- "Η αδιάκοπη βροντή του σερφ"
- "Σε συνεχή πόνο"
- "Νύχτα και μέρα ζούμε με τον αδιάκοπο θόρυβο της πόλης"
- "Η ατελείωτη αναζήτηση της ευτυχίας"
- "Ο αέναος αγώνας για τη διατήρηση των προτύπων σε μια δημοκρατία"
- "Ο αδιάκοπος πόλεμος του ανθρώπου με ξηρασία και απομόνωση"
- "Αδιάλειπτες απαιτήσεις πείνας"
- συνώνυμο:
- ασταμάτητοσ ,
- σταθερός ,
- αδιάκοποσ ,
- ατελείωτοσ ,
- διαρκής ,
- αδιάλειπτη ,
- αδιάλειπτοσ