Translation meaning & definition of the word "inborn" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γεννημένο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Inborn
[Εγγενής]/ɪnbɔrn/
adjective
1. Present at birth but not necessarily hereditary
- Acquired during fetal development
- synonym:
- congenital ,
- inborn ,
- innate
1. Παρόντες κατά τη γέννηση, αλλά όχι απαραίτητα κληρονομικοί
- Αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια της εμβρυϊκής ανάπτυξης
- συνώνυμο:
- συγγενήσ ,
- εγγενήσ ,
- έμφυτος
2. Normally existing at birth
- "Mankind's connatural sense of the good"
- synonym:
- connatural ,
- inborn ,
- inbred
2. Συνήθως υπάρχουν κατά τη γέννηση
- "Η ανθρώπινη αίσθηση του καλού"
- συνώνυμο:
- ασυνήθιστοσ ,
- εγγενήσ ,
- ενδογαματισμένο
Examples of using
One's success in life has little to do with one's inborn gift.
Η επιτυχία κάποιου στη ζωή δεν έχει καμία σχέση με το έμφυτο δώρο του.