Translation meaning & definition of the word "inauspicious" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανύποπτος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Inauspicious
[Ανυποψίαστοσ]/ɪnaʊspɪʃɪs/
adjective
1. Not auspicious
- Boding ill
- synonym:
- inauspicious ,
- unfortunate
1. Όχι ευοίωνος
- Αρρωσταίνω
- συνώνυμο:
- ανυποψίαστοσ ,
- ατυχής
2. Contrary to your interests or welfare
- "Adverse circumstances"
- "Made a place for themselves under the most untoward conditions"
- synonym:
- adverse ,
- inauspicious ,
- untoward
2. Σε αντίθεση με τα συμφέροντα ή την ευημερία σας
- "Ανεπιθύμητες περιστάσεις"
- "Κατασκεύασαν μια θέση για τον εαυτό τους υπό τις πιο ανεπιθύμητες συνθήκες"
- συνώνυμο:
- αντίξοοσ ,
- ανυποψίαστοσ ,
- ανεπιτήδευτοσ
3. Presaging ill fortune
- "Ill omens"
- "Ill predictions"
- "My words with inauspicious thunderings shook heaven"- p.b.shelley
- "A dead and ominous silence prevailed"
- "A by-election at a time highly unpropitious for the government"
- synonym:
- ill ,
- inauspicious ,
- ominous
3. Προετοιμασία κακής τύχης
- "Ακόμα οιωνοί"
- "Προβλέψεις"
- "Τα λόγια μου με τις ύποπτες βροντές συγκλόνισαν τον παράδεισο"- π.μπ.σέλλεϊ
- "Επικράτησε μια νεκρή και δυσοίωνη σιωπή"
- "Μια εκλογή σε μια εποχή εξαιρετικά αντιπολίτευτη για την κυβέρνηση"
- συνώνυμο:
- άρρωστος ,
- ανυποψίαστοσ ,
- δυσοίωνοσ