Translation meaning & definition of the word "inattentive" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απρόσεκτος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Inattentive
[Απρόσεκτοσ]/ɪnətɛntɪv/
adjective
1. Showing a lack of attention or care
- "Inattentive students"
- "An inattentive babysitter"
- synonym:
- inattentive
1. Εμφάνιση έλλειψης προσοχής ή φροντίδας
- "Απρόσεκτοι μαθητές"
- "Ένας απρόσεκτος μπέιμπι σίτερ"
- συνώνυμο:
- απρόσεκτοσ
2. Not showing due care or attention
- "Inattentive students"
- "An inattentive babysitter"
- "Neglectful parents"
- synonym:
- inattentive ,
- neglectful
2. Δεν δείχνει τη δέουσα φροντίδα ή προσοχή
- "Απρόσεκτοι μαθητές"
- "Ένας απρόσεκτος μπέιμπι σίτερ"
- "Αγαπητοί γονείς"
- συνώνυμο:
- απρόσεκτοσ ,
- παραμελημένος
Examples of using
Alas, I was inattentive.
Αλίμονο, ήμουν απρόσεκτος.
I once had a teacher who used to throw chalk at inattentive students and those very students then had to bring it back to him.
Κάποτε είχα ένα δάσκαλο που συνήθιζε να ρίχνει κιμωλία σε απρόσεκτους μαθητές και αυτοί οι ίδιοι οι μαθητές έπρεπε να το φέρουν πίσω σε αυτόν.