Translation meaning & definition of the word "inadequate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανεπαρκής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Inadequate
[Ανεπαρκής]/ɪnædəkwət/
adjective
1. Lacking the requisite qualities or resources to meet a task
- "Inadequate training"
- "The staff was inadequate"
- "She was unequal to the task"
- synonym:
- inadequate ,
- unequal
1. Λείπουν οι απαιτούμενες ιδιότητες ή πόροι για την εκπλήρωση μιας εργασίας
- "Ανεπαρκής εκπαίδευση"
- "Το προσωπικό ήταν ανεπαρκές"
- "Ήταν άνιση με το έργο"
- συνώνυμο:
- ανεπαρκής ,
- άνισοσ
2. Not sufficient to meet a need
- "An inadequate income"
- "A poor salary"
- "Money is short"
- "On short rations"
- "Food is in short supply"
- "Short on experience"
- synonym:
- inadequate ,
- poor ,
- short
2. Δεν είναι αρκετό για να καλύψει μια ανάγκη
- "Ανεπαρκές εισόδημα"
- "Κακός μισθός"
- "Τα χρήματα είναι σύντομα"
- "Σε σύντομες μερίδες"
- "Το φαγητό είναι σε σύντομο εφοδιασμό"
- "Σύντομη εμπειρία"
- συνώνυμο:
- ανεπαρκής ,
- φτωχός ,
- σύντομος
Examples of using
The road is inadequate for the amount of traffic which it carries.
Ο δρόμος είναι ανεπαρκής για το ποσό της κυκλοφορίας που μεταφέρει.