Translation meaning & definition of the word "inactive" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αδρανής" στην ελληνική γλώσσα
Inactive
[Ανενεργός]adjective
1. (chemistry) not participating in a chemical reaction
- Chemically inert
- "Desired amounts of inactive chlorine"
- synonym:
- inactive
1. (χημεία)δεν συμμετέχει σε χημική αντίδραση
- Χημικά αδρανής
- "Επιθυμητές ποσότητες ανενεργού χλωρίου"
- συνώνυμο:
- αδρανής
2. (pathology) not progressing or increasing
- Or progressing slowly
- synonym:
- inactive
2. (παθολογία) δεν προχωρά ούτε αυξάνεται
- Ή να προχωρήσει αργά
- συνώνυμο:
- αδρανής
3. (military) not involved in military operations
- synonym:
- nonoperational ,
- inactive
3. (στρατιωτικό) που δεν εμπλέκεται σε στρατιωτικές επιχειρήσεις
- συνώνυμο:
- μη λειτουργική ,
- αδρανής
4. Not exerting influence or change
- synonym:
- inactive
4. Δεν ασκεί επιρροή ή αλλαγή
- συνώνυμο:
- αδρανής
5. (of e.g. volcanos) not erupting and not extinct
- "A dormant volcano"
- synonym:
- dormant ,
- inactive
5. ( π.χ. ηφαιστειογ) δεν εκρήγνυται και δεν εξαφανίζεται
- "Ένα αδρανές ηφαίστειο"
- συνώνυμο:
- αδρανής
6. Lacking in energy or will
- "Much benevolence of the passive order may be traced to a disinclination to inflict pain upon oneself"- george meredith
- synonym:
- passive ,
- inactive
6. Ελλείψει ενέργειας ή βούλησης
- "Μεγάλη καλοσύνη της παθητικής τάξης μπορεί να εντοπιστεί στην αποκλιμάκωση για να προκαλέσει πόνο στον εαυτό του" - τζορτζ μέρεντιθ
- συνώνυμο:
- παθητικός ,
- αδρανής
7. Lacking activity
- Lying idle or unused
- "An inactive mine"
- "Inactive accounts"
- "Inactive machinery"
- synonym:
- inactive
7. Έλλειψη δραστηριότητας
- Αναίσθητος ή αχρησιμοποίητος
- "Ανενεργό ορυχείο"
- "Ανενεργοί λογαριασμοί"
- "Ανενεργά μηχανήματα"
- συνώνυμο:
- αδρανής
8. Not engaged in full-time work
- "Inactive reserve"
- "An inactive member"
- synonym:
- inactive
8. Δεν ασχολείται με εργασία πλήρους απασχόλησης
- "Αδρανές αποθεματικό"
- "Ανενεργό μέλος"
- συνώνυμο:
- αδρανής
9. Not active physically or mentally
- "Illness forced him to live an inactive life"
- "Dreamy and inactive by nature"
- synonym:
- inactive
9. Δεν είναι ενεργό σωματικά ή ψυχικά
- "Η ασθένεια τον ανάγκασε να ζήσει μια ανενεργή ζωή"
- "Ονειρεμένο και ανενεργό από τη φύση"
- συνώνυμο:
- αδρανής
10. Not in physical motion
- "The inertia of an object at rest"
- synonym:
- inactive ,
- motionless ,
- static ,
- still
10. Όχι σε σωματική κίνηση
- "Η αδράνεια ενός αντικειμένου σε ηρεμία"
- συνώνυμο:
- αδρανής ,
- ακίνητος ,
- στατικός ,
- ακόμα