Translation meaning & definition of the word "inaccuracy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανακρίβεια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Inaccuracy
[Ανακρίβεια]/ɪnækjərəsi/
noun
1. The quality of being inaccurate and having errors
- synonym:
- inaccuracy
1. Η ποιότητα του να είσαι ανακριβής και να έχεις λάθη
- συνώνυμο:
- ανακρίβεια