Translation meaning & definition of the word "impute" into Greek language
Μεταφραστικό νόημα & ορισμός της λέξης "εμπειρία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Impute
[Φτωχαίνω]/ɪmpjut/
verb
1. Attribute or credit to
- "We attributed this quotation to shakespeare"
- "People impute great cleverness to cats"
- synonym:
- impute ,
- ascribe ,
- assign ,
- attribute
1. Χαρακτηριστικό ή πίστωση σε
- "Αποδίδουμε αυτή την προσφορά στον σαίξπηρ"
- "Οι άνθρωποι υπονομεύουν μεγάλη εξυπνάδα στις γάτες"
- συνώνυμο:
- υποτάσσω ,
- αποδίδω ,
- αναθέτω ,
- χαρακτηριστικό
2. Attribute (responsibility or fault) to a cause or source
- "The teacher imputed the student's failure to his nervousness"
- synonym:
- impute
2. Χαρακτηριστικό (ευθύνη ή ελάττωμα) σε αιτία ή πηγή
- "Ο δάσκαλος κατέληξε στην αποτυχία του μαθητή στη νευρικότητά του"
- συνώνυμο:
- υποτάσσω