Translation meaning & definition of the word "impure" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "εμφάνιση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Impure
[Ακαταστασία]/ɪmpjʊr/
adjective
1. Combined with extraneous elements
- synonym:
- impure
1. Συνδυάζεται με εξωγενή στοιχεία
- συνώνυμο:
- ακάθαρτος
2. (used of persons or behaviors) immoral or obscene
- "Impure thoughts"
- synonym:
- impure
2. (χρησιμοποιείται για πρόσωπα ή συμπεριφορές) ανήθικη ή άσεμνη
- "Καθαρές σκέψεις"
- συνώνυμο:
- ακάθαρτος
3. Having a physical or moral blemish so as to make impure according to dietary or ceremonial laws
- "Unclean meat"
- "And the swine...is unclean to you"-leviticus 11:3
- synonym:
- unclean ,
- impure
3. Έχοντας ένα φυσικό ή ηθικό κηλίδα έτσι ώστε να κάνει ακάθαρτο σύμφωνα με τους διατροφικούς ή τελετουργικούς νόμους
- "Ακαθαρό κρέας"
- "Και ο χοίρος είναι ακάθαρτος σε σας"-λευιτικό 11:3.
- συνώνυμο:
- ακάθαρτος