Translation meaning & definition of the word "imprudent" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απάντηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Imprudent
[Απρεπής]/ɪmprudənt/
adjective
1. Not prudent or wise
- "Very imprudent of her mother to encourage her in such silly romantic ideas"
- "Would be imprudent for a noneconomist to talk about the details of economic policy"- a.m.schlesinger
- synonym:
- imprudent
1. Όχι σοφός ή συνετός
- "Πολύ απερίσκεπτη από τη μητέρα της για να την ενθαρρύνει σε τέτοιες ανόητες ρομαντικές ιδέες"
- "Θα ήταν απερίσκεπτο για έναν μη οικονομολόγο να μιλήσει για τις λεπτομέρειες της οικονομικής πολιτικής" - α.μ.σλέσινγκερ
- συνώνυμο:
- απερίσκεπτοσ
2. Lacking wise self-restraint
- "An imprudent remark"
- synonym:
- imprudent
2. Απουσία σοφής αυτοσυγκράτησης
- "Απερίσκεπτη παρατήρηση"
- συνώνυμο:
- απερίσκεπτοσ
Examples of using
I was assailed by the stupid, but unshakeable, idea that if I was imprudent enough to move my hand I'd be noticed.
Με επιτέθηκε η ανόητη, αλλά ακλόνητη, ιδέα ότι αν ήμουν απερίσκεπτη αρκετά για να κουνήσω το χέρι μου, θα με πρόσεχαν.
It is very imprudent to swim in the rapids.
Είναι πολύ απερίσκεπτο να κολυμπάς στα ραπίδια.