Translation meaning & definition of the word "improper" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "αδύνατος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Improper
[Ακατάλληλοσ]/ɪmprɑpər/
adjective
1. Not suitable or right or appropriate
- "Slightly improper to dine alone with a married man"
- "Improper medication"
- "Improper attire for the golf course"
- synonym:
- improper
1. Μη κατάλληλο ή σωστό ή κατάλληλο
- "Ελαφρώς ακατάλληλο να δειπνήσει μόνο με έναν παντρεμένο άνδρα"
- "Αβέβαιη φαρμακευτική αγωγή"
- "Αβέβαιη ενδυμασία για το γήπεδο του γκολφ"
- συνώνυμο:
- ακατάλληλος
2. Not conforming to legality, moral law, or social convention
- "An unconventional marriage"
- "Improper banking practices"
- synonym:
- improper ,
- unconventional ,
- unlawful
2. Δεν συμμορφώνεται με τη νομιμότητα, το ηθικό δίκαιο ή την κοινωνική σύμβαση
- "Μη συμβατικός γάμος"
- "Αβέβαιες τραπεζικές πρακτικές"
- συνώνυμο:
- ακατάλληλος ,
- μη συμβατική ,
- παράνομη
3. Not appropriate for a purpose or occasion
- "Said all the wrong things"
- synonym:
- improper ,
- wrong
3. Δεν είναι κατάλληλο για σκοπό ή περίσταση
- "Είπε όλα τα λάθος πράγματα"
- συνώνυμο:
- ακατάλληλος ,
- λάθος