Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "impromptu" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αμφίρπτου" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Impromptu

[Αυτοσχέδιοσ]
/ɪmprɑmptu/

noun

1. An extemporaneous speech or remark

  • "A witty impromptu must not sound premeditated"
    synonym:
  • impromptu

1. Μια αυθόρμητη ομιλία ή παρατήρηση

  • "Ένα πνευματικό αυτοσχέδιο δεν πρέπει να ακούγεται προμελετημένο"
    συνώνυμο:
  • αυτοσχέδιοσ

2. A short musical passage that seems to have been made spontaneously without advance preparation

    synonym:
  • impromptu

2. Ένα σύντομο μουσικό πέρασμα που φαίνεται να έχει γίνει αυθόρμητα χωρίς προετοιμασία

    συνώνυμο:
  • αυτοσχέδιοσ

adjective

1. With little or no preparation or forethought

  • "His ad-lib comments showed poor judgment"
  • "An extemporaneous piano recital"
  • "An extemporary lecture"
  • "An extempore skit"
  • "An impromptu speech"
  • "Offhand excuses"
  • "Trying to sound offhanded and reassuring"
  • "An off-the-cuff toast"
  • "A few unrehearsed comments"
    synonym:
  • ad-lib
  • ,
  • extemporaneous
  • ,
  • extemporary
  • ,
  • extempore
  • ,
  • impromptu
  • ,
  • offhand
  • ,
  • offhanded
  • ,
  • off-the-cuff
  • ,
  • unrehearsed

1. Με λίγη ή καθόλου προετοιμασία ή προνοητικότητα

  • "Τα σχόλιά του από το διαφημιστικό εγχείρημα έδειξαν κακή κρίση"
  • "Ένα εκτεταμένο ρεσιτάλ πιάνου"
  • "Μια προσωρινή διάλεξη"
  • "Ένα εξωτερικό σκίτσο"
  • "Αυτοσχέδια ομιλία"
  • "Εκτός δικαιολογίας"
  • "Προσπαθώντας να ακούγεται απλόχερος και καθησυχαστικός"
  • "Ένα τοστ εκτός προσφοράς"
  • "Μερικά ανεπανάληπτα σχόλια"
    συνώνυμο:
  • διαφημιστική λίμπη
  • ,
  • αυθόρμητοσ
  • ,
  • εξωστρεφήσ
  • ,
  • εξωτερικεύω
  • ,
  • αυτοσχέδιοσ
  • ,
  • παραπλανώ
  • ,
  • παραπλεύρωσ
  • ,
  • εκτός προσφοράς
  • ,
  • ανεξέλεγκτη

adverb

1. Without advance preparation

  • "He spoke ad lib"
    synonym:
  • ad lib
  • ,
  • ad libitum
  • ,
  • spontaneously
  • ,
  • impromptu

1. Χωρίς προετοιμασία

  • "Μιλούσε διαφημιστικά"
    συνώνυμο:
  • αντιπυραυλικό
  • ,
  • λιβίτιο
  • ,
  • αυθόρμητα
  • ,
  • αυτοσχέδιοσ