Translation meaning & definition of the word "imprison" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "φυλάκιση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Imprison
[Φυλάκιση]/ɪmprɪzən/
verb
1. Lock up or confine, in or as in a jail
- "The suspects were imprisoned without trial"
- "The murderer was incarcerated for the rest of his life"
- synonym:
- imprison ,
- incarcerate ,
- lag ,
- immure ,
- put behind bars ,
- jail ,
- jug ,
- gaol ,
- put away ,
- remand
1. Κλείδωμα ή περιορισμός, μέσα ή όπως στη φυλακή
- "Οι ύποπτοι φυλακίστηκαν χωρίς δίκη"
- "Ο δολοφόνος φυλακίστηκε για το υπόλοιπο της ζωής του"
- συνώνυμο:
- φυλακίζω ,
- καθυστέρηση ,
- αμνησία ,
- βάλτε πίσω από τα κάγκελα ,
- φυλακή ,
- κανάτα ,
- γκαόλ ,
- απομακρύνομαι ,
- παραπέμπω
2. Confine as if in a prison
- "His daughters are virtually imprisoned in their own house
- He does not let them go out without a chaperone"
- synonym:
- imprison
2. Περιορίστε σαν σε μια φυλακή
- "Οι κόρες του είναι σχεδόν φυλακισμένες στο σπίτι τους
- Δεν τους αφήνει να βγουν έξω χωρίς συνοδεία"
- συνώνυμο:
- φυλακίζω