Translation meaning & definition of the word "imprecise" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ακρίβεια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Imprecise
[Ανακριβήσ]/ɪmprəsaɪs/
adjective
1. Not precise
- "Imprecise astronomical observations"
- "The terms he used were imprecise and emotional"
- synonym:
- imprecise
1. Δεν είναι ακριβής
- "Ακριβείς αστρονομικές παρατηρήσεις"
- "Οι όροι που χρησιμοποίησε ήταν ανακριβείς και συναισθηματικοί"
- συνώνυμο:
- ανακριβήσ