Translation meaning & definition of the word "impotent" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αδύνατο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Impotent
[Απρόσεκτοσ]/ɪmpətənt/
adjective
1. Lacking power or ability
- "Technology without morality is barbarous
- Morality without technology is impotent"- freeman j.dyson
- "Felt impotent rage"
- synonym:
- impotent
1. Έλλειψη δύναμης ή ικανότητας
- "Η τεχνολογία χωρίς ηθική είναι βάρβαρη
- Η ηθική χωρίς την τεχνολογία είναι ανίκανη" - φρίμαν ντάισον
- "Ένιωσα ανίκανη οργή"
- συνώνυμο:
- ανίκανοσ
2. (of a male) unable to copulate
- synonym:
- impotent
2. ( ενός αρσενικού) ανίκανο να συνωμοτήσει
- συνώνυμο:
- ανίκανοσ
Examples of using
I've become impotent.
Έχω γίνει ανίκανος.