Translation meaning & definition of the word "impotence" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανικανότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Impotence
[Ανικανότητα]/ɪmpətəns/
noun
1. The quality of lacking strength or power
- Being weak and feeble
- synonym:
- powerlessness ,
- impotence ,
- impotency
1. Η ποιότητα της έλλειψης δύναμης ή δύναμης
- Να είσαι αδύναμος και αδύναμος
- συνώνυμο:
- αδυναμία ,
- ανικανότητα
2. An inability (usually of the male animal) to copulate
- synonym:
- impotence ,
- impotency
2. Αδυναμία (συνήθως του αρσενικού ζώου) να συνωμοτήσει
- συνώνυμο:
- ανικανότητα