Translation meaning & definition of the word "impossibly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αδύνατο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Impossibly
[Αδύνατα]/ɪmpɑsəbli/
adverb
1. To a degree impossible of achievement
- "Long thought to be an impossibly difficult operation"
- "Impossibly far from sources of supply"
- synonym:
- impossibly
1. Σε ένα βαθμό αδύνατο να επιτευχθεί
- "Η μακρά σκέψη είναι μια απίστευτα δύσκολη επιχείρηση"
- "Αδύνατα μακριά από τις πηγές εφοδιασμού"
- συνώνυμο:
- απαραβίαστα