Translation meaning & definition of the word "imposing" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επιβολή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Imposing
[Επιβάλλοντασ]/ɪmpoʊzɪŋ/
adjective
1. Impressive in appearance
- "A baronial mansion"
- "An imposing residence"
- "A noble tree"
- "Severe-looking policemen sat astride noble horses"
- "Stately columns"
- synonym:
- baronial ,
- imposing ,
- noble ,
- stately
1. Εντυπωσιακή εμφάνιση
- "Ένα βαρωνικό αρχοντικό"
- "Επιβλητική κατοικία"
- "Ένα ευγενές δέντρο"
- "Οι σοβαροί αστυνομικοί κάθονταν στα αστρικά ευγενή άλογα"
- "Αμέσως στήλες"
- συνώνυμο:
- βαρωνιακή ,
- επιβλητικός ,
- ευγενήσ ,
- απότομα
2. Used of a person's appearance or behavior
- Befitting an eminent person
- "His distinguished bearing"
- "The monarch's imposing presence"
- "She reigned in magisterial beauty"
- synonym:
- distinguished ,
- grand ,
- imposing ,
- magisterial
2. Χρησιμοποιείται για την εμφάνιση ή τη συμπεριφορά ενός ατόμου
- Τοποθετώντας ένα επιφανές άτομο
- "Το διακεκριμένο ρουλεμάν του"
- "Η επιβλητική παρουσία του μονάρχη"
- "Βασίλεψε σε μαγευτική ομορφιά"
- συνώνυμο:
- διακεκριμένοσ ,
- μεγάλος ,
- επιβλητικός ,
- μαγίστρου
Examples of using
You were served sukiyaki for dinner, then spent the night and had breakfast. Don't you think you were imposing?
Σας σερβίρεται σουκιγιάκι για δείπνο, στη συνέχεια πέρασε τη νύχτα και έφαγε πρωινό. Δεν νομίζετε ότι επιβάλλετε?