Translation meaning & definition of the word "impose" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επίθεση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Impose
[Εντυπωσιάζω]/ɪmpoʊz/
verb
1. Compel to behave in a certain way
- "Social relations impose courtesy"
- synonym:
- enforce ,
- impose
1. Υποχρεώνεται να συμπεριφέρεται με έναν συγκεκριμένο τρόπο
- "Οι κοινωνικές σχέσεις επιβάλλουν ευγένεια"
- συνώνυμο:
- επιβάλλω
2. Impose something unpleasant
- "The principal visited his rage on the students"
- synonym:
- inflict ,
- bring down ,
- visit ,
- impose
2. Επιβάλλετε κάτι δυσάρεστο
- "Ο διευθυντής επισκέφθηκε την οργή του στους μαθητές"
- συνώνυμο:
- προκαλώ ,
- κατεβάζω ,
- επίσκεψη ,
- επιβάλλω
3. Impose and collect
- "Levy a fine"
- synonym:
- levy ,
- impose
3. Επιβάλλει και συλλέγει
- "Αναψυχή πρόστιμο"
- συνώνυμο:
- εισφορά ,
- επιβάλλω
Examples of using
We should not impose our opinions on other people.
Δεν πρέπει να επιβάλλουμε τις απόψεις μας σε άλλους ανθρώπους.