Translation meaning & definition of the word "importer" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εισαγωγέας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Importer
[Εισαγωγέασ]/ɪmpɔrtər/
noun
1. Someone whose business involves importing goods from outside (especially from a foreign country)
- synonym:
- importer
1. Κάποιος του οποίου η επιχείρηση περιλαμβάνει την εισαγωγή αγαθών από εξωτερικό (ειδικά από μια ξένη χώρα)
- συνώνυμο:
- εισαγωγέας