Translation meaning & definition of the word "imply" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απλά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Imply
[Απερίσκεπτα]/ɪmplaɪ/
verb
1. Express or state indirectly
- synonym:
- imply ,
- connote
1. Εκφράστε ή δηλώστε έμμεσα
- συνώνυμο:
- υποδηλώνω ,
- υποσημείωση
2. Suggest as a logically necessary consequence
- In logic
- synonym:
- imply
2. Προτείνετε ως λογικά απαραίτητη συνέπεια
- Στη λογική
- συνώνυμο:
- υποδηλώνω
3. Have as a logical consequence
- "The water shortage means that we have to stop taking long showers"
- synonym:
- entail ,
- imply ,
- mean
3. Να έχει ως λογική συνέπεια
- "Η έλλειψη νερού σημαίνει ότι πρέπει να σταματήσουμε να παίρνουμε μεγάλα ντους"
- συνώνυμο:
- συνεπάγεται ,
- υποδηλώνω ,
- μέσος
4. Suggest that someone is guilty
- synonym:
- incriminate ,
- imply ,
- inculpate
4. Υποδείξτε ότι κάποιος είναι ένοχος
- συνώνυμο:
- ενοχοποιώ ,
- υποδηλώνω
5. Have as a necessary feature
- "This decision involves many changes"
- synonym:
- imply ,
- involve
5. Έχετε ως απαραίτητο χαρακτηριστικό
- "Η απόφαση αυτή περιλαμβάνει πολλές αλλαγές"
- συνώνυμο:
- υποδηλώνω ,
- περιλαμβάνω
Examples of using
Does "juice" in Japan imply juice in a can?
Ο "χυμός" στην Ιαπωνία σημαίνει χυμό σε ένα κουτί?