Translation meaning & definition of the word "implore" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "αντιπροσωπεύει" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Implore
[Αποδοκιμάζω]/ɪmplɔr/
verb
1. Call upon in supplication
- Entreat
- "I beg you to stop!"
- synonym:
- beg ,
- implore ,
- pray
1. Καλέστε σε παράκληση
- Παρακινώ
- "Σας παρακαλώ να σταματήσετε!"
- συνώνυμο:
- εκλιπαρώ ,
- ικετεύω ,
- προσευχή