Translation meaning & definition of the word "impetus" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ίμπετος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Impetus
[Έμβρυο]/ɪmpətəs/
noun
1. A force that moves something along
- synonym:
- drift ,
- impetus ,
- impulsion
1. Μια δύναμη που κινεί κάτι
- συνώνυμο:
- παρασυρόμενοσ ,
- ώθηση ,
- παραμόρφωση
2. The act of applying force suddenly
- "The impulse knocked him over"
- synonym:
- impulse ,
- impulsion ,
- impetus
2. Η πράξη της εφαρμογής βίας ξαφνικά
- "Η παρόρμηση τον χτύπησε"
- συνώνυμο:
- ώθηση ,
- παραμόρφωση