Translation meaning & definition of the word "impetuous" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αέναη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Impetuous
[Παρακινδυνευμένος]/ɪmpɛʧwəs/
adjective
1. Characterized by undue haste and lack of thought or deliberation
- "A hotheaded decision"
- "Liable to such impulsive acts as hugging strangers"
- "An impetuous display of spending and gambling"
- "Madcap escapades"
- (`brainish' is archaic)
- synonym:
- hotheaded ,
- impulsive ,
- impetuous ,
- madcap ,
- tearaway(a) ,
- brainish
1. Χαρακτηρίζεται από αδικαιολόγητη βιασύνη και έλλειψη σκέψης ή συζήτησης
- "Θερμή απόφαση"
- "Αξιόπιστος σε τέτοιες παρορμητικές πράξεις ως αγκάλιασμα ξένων"
- "Μια πάγια επίδειξη των δαπανών και των τυχερών παιχνιδιών"
- "Τα τακτοποιημένα ταξίδια διαφεύγουν"
- (`εγκεφαλικό' είναι αρχαϊκό)
- συνώνυμο:
- εγκάρδιο ,
- παρορμητικός ,
- παραπλανητικός ,
- τρελό ,
- δακρυ()α ,
- εγκεφαλικόσ
2. Marked by violent force
- "Impetuous heaving waves"
- synonym:
- impetuous
2. Χαρακτηρίζεται από βίαιη δύναμη
- "Αέναα βαριά κύματα"
- συνώνυμο:
- παραπλανητικός