Translation meaning & definition of the word "impervious" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αδιαπέραστο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Impervious
[Αδιάλειπτοσ]/ɪmpərviəs/
adjective
1. Not admitting of passage or capable of being affected
- "A material impervious to water"
- "Someone impervious to argument"
- synonym:
- impervious ,
- imperviable
1. Δεν επιτρέπεται να παραδεχτεί τη διέλευση ή να επηρεαστεί
- "Ένα υλικό αδιαπέραστο από το νερό"
- "Κάποιος αδιαπέραστος από το επιχείρημα"
- συνώνυμο:
- αδιαπέραστοσ
Examples of using
He is impervious to reason.
Είναι αδιαπέραστος από τη λογική.
Galoshes are impervious to water.
Οι γαλότσες είναι αδιαπέραστες από το νερό.